Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Μελομακάρονα μεγάλα

Ο εκδότης ήταν σαφής. “Θα γράψεις για το πνεύμα των Χριστουγέννων για να πάρεις το χριστουγεννιάτικο δώρο της εφημερίδας για κάθε συνεργάτη μας, μια πιατέλα μελομακάρονα”. Και ναι μεν δεν σηκώνω διαταγές αλλά και μια πιατέλα μελομακάρονα σήμερα ισούται με μια βαλίτσα Louis Vuitton της προηγούμενης δεκαετίας. Το δέλεαρ ισχυρό, το πνεύμα απρόθυμο όμως, ή μάλλον όχι απρόθυμο αλλά αδύναμο. Που να βρω εγώ το Πνεύμα των Χριστουγέννων αναρωτήθηκα. Αν ήμουν ο Ντίκενς θα μπορούσα να ελπίζω στις οπτασίες που κρατώντας με απ΄το χέρι θα μου το αποκάλυπταν, αλλά δεν είμαι και φυσικά χάρη στους καλούς μας επιστήμονες, έχουμε απαλλαγεί κι απ΄τις οπτασίες! Αν εμφανιστούν μπροστά μας τώρα αντί να μας αποκαλύψουν το Πνεύμα των Χριστουγέννων, θα μας ανοίξουν την πόρτα του ψυχιατρείου.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Κ α τ ε δ α φ ί σ ε ι ς

Δεν αντιστάθηκε κανείς. Το γκρέμισαν! Έτσι απλά. Μάλλον δεν το γκρέμισαν. Το γκρεμίσαμε! «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» μπουλντόζες, φτυάρια και αξίνες το γκρέμισαν. Πάνε χρόνια τώρα. Μετά το μεγάλο σεισμό του ‘78. Είχε ρωγμές. Έτσι είπαν οι σοφοί. Έβαλαν τζαμάκια στα πλευρά κι αυτό το θρυμμάτισε. Κάθεται, δεν έχει ζωή, είπαν. Σπουδαγμένοι ήταν. Αυτοί ήξεραν. Εμείς όχι. Αλλού μάθαν τα γράμματα αυτοί, τι να τους νοιάξει; Εμείς όμως; Το γκρέμισαν. Πρώτα το μισό κι έπειτα τα άλλο. Σε δόσεις σα να λέμε ή , καλύτερα, σε μνημόνια, όπως τώρα μάθαμε πάλι απ΄ αυτούς που έμαθαν τα γράμματα αλλού κι αλλού είναι η ζωή τους, αλλού τα χνάρια τους κι αλλού η ψυχή τους. Και τι να τους νοιάξει για τις δικές μας ζωές; Και τις γκρεμίζουν. Δεν έχουν ψωμιά, λένε. Καθιζάνουν και θέλουν, λένε, οι ζωές μας, ανάπλαση. Μάλλον όχι ανάπλαση, ανοικοδόμηση, λένε. Έτσι λένε αυτοί που έμαθαν τη ζωή αλλού και δεν τους νοιάζει η δική μας. Και πρέπει, λένε, να τη γκρεμίσουμε τη ζωή μας. Γιατί, λένε, ο μεγάλος σεισμός, αυτή η κρίση ντε που τάραξε συθέμελα τον κόσμο, μας βρήκε μπόσικους, χωρίς βαθειά θεμέλια και μας ράγισε, μας γέμισε ρωγμές κι ήρθαν οι μηχανικοί και μας χαρακτήρισαν κόκκινους, προς κατεδάφιση δηλαδή, όπως τότε χαρακτήρισαν το σχολειό μας οι μηχανικοί που αλλού είχαν μάθει τα γράμματα, όπως κι αυτοί που κόλλησαν τώρα στη ζωή μας το κόκκινο χαρτάκι. Και τη γκρεμίζουν! Και δεν αντιστέκεται κανείς. Και δεν μας λέει κανείς ποιος έφερε τη κρίση. Γιατί η κρίση αυτή δεν είναι πλάκες που τρίβονται στα έγκατα της γης σαν ερωτευμένες και ύστερα πλακώνονται για να εκτονωθούν κι όταν βογκούν τρέμει ολόκληρη σα νυφικό κρεβάτι. Η κρίση είναι ιδέες κι επιλογές, παίγνια, διαγράμματα και αριθμοί, δίψα για χρήμα κι εξουσία, τρόπος να βλέπεις τον κόσμο και να ζεις. Και αυτά δε γίνονται στα έγκατα της γης, αλλά στην επιφάνεια της, από «μηχανικούς» όπως αυτοί που θέλουν να μας ανοικοδομήσουν.
Και βοηθήσαμε κι εμείς. Με φτυάρια κι αξίνες και κάρα κι αυτοκίνητα κι άλλα εργαλεία. Να γίνει η κατεδάφιση του σχολείου μας, γιατί γι αυτό μιλώ τώρα, του μεγαλόπρεπου στα μάτια μας κι ωραίου, να εκποιηθούν τα υλικά της κατεδάφισης και να προχωρήσουμε στην ανέγερση του καινούργιου. Και δεν λογάριασαν, ούτε οι μηχανικοί, αυτοί που αλλού είχαν μάθει γράμματα και δεν τους ένοιαζε, ούτε κι εμείς που εκεί τα μάθαμε κι έπρεπε να μας νοιάζει, ότι το σχολειό μας ήταν το πιο ψηλό μες στο χωριό. Στο χωριό, ναι. Όχι σ αυτά τα μακρινάρια, δημοτικό διαμέρισμα και μπλα μπλα, που οι μικρόνοες με την επίκληση των άμοιρων προγόνων προσπαθούν να μας πείσουν ότι είμαστε. Στο χωριό λοιπόν, ήταν το πιο ψηλό, ψηλότερο και απ΄την εκκλησιά του Αη-Γιώργη, ψηλότερο ακόμη κι απ΄το καμπαναριό της. Και δεν το χε κατασκευάσει καμιά μηχανική ή άκτορας ή μπόμπολας ή το κακό συναπάντημα, αλλά οι ταπεινοί του χωριού με το προσωπικό τους μόχθο και τη θέληση «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Το 1913 αποφασίστηκε η ανέγερση του και «Το νέο σχολείο θεμελιώθηκε την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1914 και την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1915 έγιναν τα εγκαίνια»
Κι ήταν όλοι εκεί, περήφανοι και χαρούμενοι, όχι γιατί δεν είχαν προβλήματα, όχι γιατί ήταν ζηλευτή η κατάσταση τους, αλλά γιατί έχτιζαν τη ζωή τους. Κι εμείς το γκρεμίσαμε! Γιατί οι μηχανικοί το βρήκαν κουρασμένο. Και μαζί μ΄ αυτό και τα ίχνη που άφησαν στο σώμα του όσοι μόχθησαν να το κτίσουν κι όσοι μέσα του έμαθαν να συλλαβίζουν και να διαβάζουν και να σκέφτονται. Το γκρεμίσαμε και μαζί μ αυτό και τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά που μας χάριζε. Το γκρεμίσαμε και τα υλικά της κατεδάφισης εκποιήθηκαν. Σαν τώρα οι μηχανικοί, αυτοί που αλλού έμαθαν γράμματα και διόλου δεν τους κόφτει για τη ζωή μας την κατεδαφίζουν και θέλουν να εκποιήσουν τα υλικά της κατεδάφισης για να ξεπληρώσουμε, λένε, αυτά που τους χρωστάμε και να μας χτίσουν μια ζωή καινούργια. Γιατί αυτό είναι το ηθικό, λένε. Αν δε μπορείς να πληρώσεις τα που χρωστάς τότε να πληρώνεις με τη ζωή σου ή έστω με την εκποίηση των υλικών της κατεδάφισης της. Έτσι έμαθαν στα δικά τους σχολειά, τα μεγαλόπρεπα κι ωραία, που τους τα έχτισαν λούθηροι και καλβίνοι, πνεύματα λαμπρά και φωτισμένα απ το θεό κι όχι φτωχοί και ταπεινοί με μπενεβρέκια και κασκέτα που έχτισαν το δικό μας. Κι εμείς τους βοηθάμε. Με φτυάρια κι αξίνες και κάρα κι αυτοκίνητα κι άλλα εργαλεία. Αλλά τούτα δεν είναι της στιγμής.
Εγώ για το σχολειό μου ήθελα να σας πω. Γιατί τ΄ αγαπώ κι ας το γκρεμίσαμε κι ας δώσαμε τα υλικά του για εκποίηση. Μα θα τα πω άλλη φορά. Ίσως του χρόνου που θα γινόταν 100 χρονών αρκεί ακόμη να μπορώ ν΄ αρχίσω τη διήγηση μου λέγοντας ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα σχολειό κι όχι να είμαι αναγκασμένος να πω ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια ζωή σε μια χώρα..
ΥΓ: Δημοσιεύεται στην ΑΠΟΨΗ ,μηνός Νοεμβρίου 2012.
ΥΓ1:Ιστορικές πληροφορίες για το Δημοτικό Σχολείο Βασιλικών μπορείτε να βρείτε στο εξαιρετικό άρθρο, απ’ όπου και οι φωτογραφίες, του σημερινού διευθυντή του σχολείου κ. Μιχάλη Καραντάλη που δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://blogs.sch.gr/1dimvasil/%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CF%82/

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

ΩΤΟΑΣΠΙΔΕΣ


Η soft διασκέδαση, στο Priemier, το μπαρ κάτω στη παραλία της Κρήνης,  τέλειωνε μαζί με το τρίτο συνήθως ποτό, μία με δυο ώρες μετά το μεσάνυχτα και για την παρέα, που όλη μαζί τύχαινε να αθροίζει μέχρι και τριακόσια χρόνια ζωής, άρχιζε η hard core κατάσταση, για όσους βέβαια είχαν καλό κυκλοφορικό, τύμπανα ανθεκτικά κι ατσάλινο στομάχι. Αν κι από τότε, τίποτα απ΄ τα τρία δεν διαθέτω σε άριστη κατάσταση, βρέθηκα μπόσικος μια Παρασκευή κι είπα το, όπως αποδείχτηκε, μεγάλο ναι. Είχε κρύο διαβολεμένο, θεσσαλονικιό, που ξύριζε κόντρα όποιον τολμούσε να ξεμυτίσει κι είχε και παγωμένους δρόμους απ΄ το τελευταίο πραγματικό χιόνι που θυμάμαι στην πόλη, κάπου στις αρχές της χιλιετίας, όταν ακόμη του Έλληνος ο τράχηλος κόμπαζε πώς ζυγό δεν υπομένει κι ετοιμάζονταν, με το ακαταλάβιστικο ευρώ, να ανοίξει τα φτερά για νέες πολιτιστικές κατακτήσεις σε παραλίες και βουνά, θάλασσες και πελάγη και φυσικά σε πίστες όπου τα πιο ωραία λαϊκά έγιναν γαβγάδικά κουλά που τραγουδούσανε ξανθιές, χρώμα από πάντα ελληνικό, όπως αποδεικνύεται

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Νικηφόρος Ουρανός


Βγήκε απ’ το μετρό στο σταθμό της Ομόνοιας και πήρε την Αθηνάς, του ήταν πιο οικεία, ψάρευε γυναίκες παλιότερα για ένα ξαλάφρωμα. Περπατούσε χωρίς να βιάζεται, μάλλον αφηρημένα, γιατί αρκετές φορές ζήτησε συγγνώμη από βιαστικούς που έπεσε πάνω τους. Δεν έβλεπε γύρω του. Απλά προχωρούσε. Με το κεφάλι του λίγο σκυμμένο έβλεπε τα πόδια του να να επαναλαμβάνουν με τον ίδιο μονότονο ρυθμό μιαν ομοιόμορφη κίνηση, σαν να έβλεπε τις μέρες του να διαδέχονται η μία την άλλη, πάντα με τον ίδιο ρυθμό πάντα στον ίδιο χρόνο, πάντα ίδιες.

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Ζώον πολιτικόν προ των εκλογών


Ζώον σκέτο δεν υπήρξα. Τουλάχιστον έτσι πιστεύω. Κανείς δεν μου το είπε φωναχτά. Τι λένε οι άνθρωποι μέσα τους βέβαια ούτε ο Θεός το ξέρει. Ζώον πολιτικό, αντίθετα,  υπήρξα απ΄ τα μικρά μου, τα εφηβικά δηλαδή. Αν ήθελα να αισθανθώ σπουδαίος θα έγραφα κάτι σαν αυτά που διάβασα σε βιογραφικό του Τζήμερου αλλά δεν τα θυμάμαι όπως αυτός. Στα 1974 έντονες εικόνες και απορίες αρχικά, εφηβικός ενθουσιασμός μετά, «Εθνάρχης είναι ο Καραμανλής» στις συγκεντρώσεις σε Αθήνα, Λάρισα και Σαλονίκη και έπειτα φοιτητής. Ένα έτος με τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, άρκεσε για να διαγράψω δια παντός από τη ζωή μου την ιδιότητα του κομματικού ζώου. Δεν κρίνω όσους την κράτησαν, εντάχθηκαν και μόχθησαν για το κόμμα που τους εξέφραζε. Απλά δεν το έκανα.  Έμεινα και μένω προσηλωμένος στην ιδιότητα «Ζώον πολιτικόν».

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

«Του γιουμίδ»


Τότε γνωριζόμασταν προσωπικά. Μεγάλωναν στην ίδια αυλή με μένα. Και τώρα γνωριζόμαστε προσωπικά. Μεγαλώνουν λίγο πιο κάτω απ΄το σπίτι μου και πολλές φορές συναντιόμαστε. Και τότε και τώρα η κατάληξη είναι ίδια. Αυτά τα σφάζουν κι εγώ τα τρώω. Φταίει η κακή τους μοίρα. Αυτά είναι αρνιά, εγώ βάρβαρος, συγγνώμη άνθρωπος ήθελα να γράψω. Καλά, δεν θα αρχίσω τώρα τις κλάψες και τις ενοχές για τα καημένα τα αρνάκια κι άλλα φαιδρά. Ο καθείς και η μοίρα του. Τ’ αρνί τρώει το χόρτο, εγώ τ’ αρνί, εμένα η Τρόϊκα κι όλους μαζί το μαύρο σκοτάδι. Βέβαια, τα έρμα τα αρνιά ένα παράπονο απ΄ το δημιουργό τους θα το έχουν, επειδή κάθε χρόνο σφάζονται ομαδικά με την ευκαιρία της Ανάστασης! Ε, ένα δίκιο το έχουν. Ανασταίνουμε εγώ, σφάζω εσένα απ΄ τη χαρά μου!  Μπορούμε να το καταλάβουμε το δίκιο τους. Είναι κάτι σαν την ανακεφαλαίωση των Τραπεζών. Ανασταίνονται αυτές με τα 30, 40 ή όσα χρειαστούν δις, σφάζονται δικαιώματα και μισθοί όσων περιμένουν το Πάσχα να φάνε αρνί και δε μπορούν ούτε στη μετά θάνατο δικαίωση να προσδοκούν, γιατί με τα καντήλια που κατεβάζουν καθημερινά κι η κόλαση στο πάτο της θα τους στείλει.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Γιαουρτάκια στην παρέλαση

Κουρεμένοι λοιπόν, σαν υπάκουοι μαθητές στις εντολές των καθηγητών και της Γυμνασιάρχη, της Άντζελας, όχι, δυστυχώς, της Δημητρίου, που τώρα κάνει πάλι σουξέ με τους κουρεμένους που δε γιορτάζουνε ποτέ, αλλά της άλλης, της καλύτερης των γερμανικών ποιμενικών που φυλάγουν τα πρόβατα στις στρούγκες της Ευρώπης, μη τυχόν και ξεμυτίσουν αυτά σε τίποτα αφύλαχτα λαγκάδια ν΄ ανασάνουν και φάει τα αφεντικά των ποιμενικών λύκος μαύρος. Κουρεμένοι, όπως ταιριάζει στις μέρες της παρέλασης που πλησιάζει και πρέπει να είμαστε με περιποιημένα κεφάλια και ρούχα ομοιόμορφα. Χωρίς τάξη και πειθαρχία θυμώνουν τα ποιμενικά και δείχνουν τα δόντια τους κι εμείς, αρκετές γενιές τώρα, χέστες πατενταρισμένοι, εξαντλούμε το ηρωισμό και τον τσαμπουκά μας σε μούντζες στους «επίσημους»  των παρελάσεων και στη συνέχεια σε ώρες συζητήσεων, αν η πράξη του ενός μαθητή την πρώτη φορά και των περισσότερων μιμητών του στην συνέχεια, ήταν αγένεια, ψευτοτσαμπουκάς, νεανική ανοησία ή η έναρξη της επανάστασης των νέων κατά των εγχώριων τσοπανόσκυλων και των γερμανικών ποιμενικών. Και σα να μην έφτανε το κολοσσιαίο αυτό ερώτημα, που βασανίζει από καθηγητές πανεπιστημίου ίσαμε τη Μενεγάκη, ήρθε και το γιαούρτωμα  του φιλεύσπλαχνου τραγουδιστή, ο οποίος, αφού πρώτα μας είπε ότι καλά μας κάνουν και μας πηδάνε, στη συνέχεια

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Του έρωτα και του θανάτου


Μεσημέριασε. Ώρες τώρα βλέπω κι ακούω το Βενιζέλο να μιλάει για το PSI του, για το Αγγλικό δίκαιο κι άλλα τέτοια βαθιά ποιητικά. Σίγουρα δεν είναι ο έρωτας κι αν πω πως είναι ο θάνατος ίσως τον αδικήσω. Τον αγνοώ λοιπόν κι αυτόν και τα ποιητικά του, τα  PSI του, τα αγγλικά του δίκαια κι όλα μ όσα νεκρολογεί, με τον ξεχωριστό του τρόπο, το παρόν και το μέλλον του τόπου και αφήνομαι στην τραχιά φωνή του Θανάση, όχι για να ευθυμήσω αλλά για να θυμηθώ τα πρωταρχικά, τον Έρωτα και το Θάνατο. Η τραχιά φωνή του οδηγεί στην ομορφιά, με την ίδια ευκολία που η ροζιασμένη και σκληρή παλάμη του πατέρα χαρίζει στο παιδί την ασφάλεια που λαχταράει. Ακούστε...


Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Τάκα τάκα τάκα τάκα τα


Όχι, δεν είναι καλπασμός αλόγου, ούτε ήχος σάλπιγγας που σαλπίζει γιούργια στης Άντζελας της Μέρκελ τα γαϊδούρια, όπως πολλοί, ζαλισμένοι απ΄ τα ρακιά των ημερών, ονειρεύονται, δεν είναι το Αέρα-Αέρα ημών των απογόνων σπουδαίων πατεράδων και προγόνων γενικώς, καθώς, εν ενί στόματι και μία καρδία, εφορμούμε για να πετάξουμε στον καιάδα της ιστορίας τους τοκογλύφους τραπεζίτες, τους αγκυλωμένους ιδεοληπτικούς της ελευθερίας, μα όχι των ανθρώπων αλλά των αγορών, τους καγκελάριους κι επιτρόπους, τους  τροϊκανούς, την σάρα τη μάρα και το κακό συναπάντημα των ημεδαπών πολιτικών αλλά μαζί και τη μακαριότητα και την αστοχασιά μας, την αβελτηρία, τη μικροπονηριά και τον ωχαδερφισμό μας, όχι αυτό το τάκα τάκα τάκα τάκα τα δεν είναι σάλπισμα επανάστασης κι ανατροπών, αλλά ήχος κορνέτας, που κρατάει κάποιος τσιγγάνος και, μαζί με τους υπόλοιπους της μπάντας, εκεί γύρω στα 1970, παίζουν το τραγούδι του Τέρη Χρυσού, σαν ιντερμέτζο, που κόβει στα δυο τα παπάκια που πάν στη ποταμιά κι «όλις τις βέργις που εινι δω» και είναι η ώρα του μοντέρνου προγράμματος, του σέικ κι όλοι κουνιούνται στην πλατεία στο ρυθμό του.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Τζουκ μποξ


Λοιπόν έχω παράπονα απ΄ το Δημιουργό κι αν μου το επιτρέψει θα του πω πως για μηχανικός δεν έλεγε και σπουδαία πράγματα. Είμαστε η μόνη μηχανή που πριν καλά καλά στρώσει κι αρχίσει ν αποδίδει, μαθαίνει ότι μια μέρα, θες από φλάντζα, θες από κεφαλή ή στρόφαλο ή λάδια ή μπουζί θα πάψει πια να λειτουργεί και τίποτα μα τίποτα δεν θα μπορεί να την ξαναβάλει μπρος, ούτε καν ο Δημιουργός της, αν υποθέσουμε ότι τραβάει έστω και μια μικρή σκοτούρα για τα δημιουργήματά του. Αλλά δε είναι τώρα το παράπονό μου γι’ αυτή την κορυφαία και καθοριστική του βασανισμού μας ατέλεια, αλλά για μια επί μέρους λειτουργία, τη μνήμη.
«Καθόμασταν μπροστά απ΄ τα τραπέζια για να βλέπουμε τα μπούτια της τραγουδίστριας» άκουσα ένα φίλο να λέει σε μια