Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Τάκα τάκα τάκα τάκα τα


Όχι, δεν είναι καλπασμός αλόγου, ούτε ήχος σάλπιγγας που σαλπίζει γιούργια στης Άντζελας της Μέρκελ τα γαϊδούρια, όπως πολλοί, ζαλισμένοι απ΄ τα ρακιά των ημερών, ονειρεύονται, δεν είναι το Αέρα-Αέρα ημών των απογόνων σπουδαίων πατεράδων και προγόνων γενικώς, καθώς, εν ενί στόματι και μία καρδία, εφορμούμε για να πετάξουμε στον καιάδα της ιστορίας τους τοκογλύφους τραπεζίτες, τους αγκυλωμένους ιδεοληπτικούς της ελευθερίας, μα όχι των ανθρώπων αλλά των αγορών, τους καγκελάριους κι επιτρόπους, τους  τροϊκανούς, την σάρα τη μάρα και το κακό συναπάντημα των ημεδαπών πολιτικών αλλά μαζί και τη μακαριότητα και την αστοχασιά μας, την αβελτηρία, τη μικροπονηριά και τον ωχαδερφισμό μας, όχι αυτό το τάκα τάκα τάκα τάκα τα δεν είναι σάλπισμα επανάστασης κι ανατροπών, αλλά ήχος κορνέτας, που κρατάει κάποιος τσιγγάνος και, μαζί με τους υπόλοιπους της μπάντας, εκεί γύρω στα 1970, παίζουν το τραγούδι του Τέρη Χρυσού, σαν ιντερμέτζο, που κόβει στα δυο τα παπάκια που πάν στη ποταμιά κι «όλις τις βέργις που εινι δω» και είναι η ώρα του μοντέρνου προγράμματος, του σέικ κι όλοι κουνιούνται στην πλατεία στο ρυθμό του.

Το θυμήθηκα όταν διάβασα για το πάρτι των “σιξτις” στα Βασιλικά και το βράδυ είδα τους τρεις φίλους στο μπαρ. Ας πούμε ότι τους λένε Σταύρο, Μανώλη και Γρηγόρη. Φορούσαν καβουράκια στο κεφάλι τους. Ίσως αυτά να γύρισαν το μυαλό μου σαράντα και περισσότερα χρόνια πίσω. Τότε, γύρω στα 1970. Είχε δικτατορία στη χώρα, κι είχαν προβλήματα οι άνθρωποι και τότε, σαν τα σημερινά και ίσως και χειρότερα. Και τότε, τις απόκριες οι τρεις τους φορούσαν καπέλα. Φτηνά. Καμπόυκα. Τα πουλούσαν περίπτερα και  μικροπωλητές. Στο λαιμό τους είχαν σερπαντίνες. Οι τρεις και οι υπόλοιποι που ήταν στην ίδια  παρέα. Το ίδιο και οι άλλοι που ήταν στις άλλες παρέες. Μέχρι τρεις παρέες κάθε αποκριά. Η κάθε μία και μια μπάντα. Τσιγγάνοι απ΄ την περιοχή της Γουμένισσας. Κλαρίνο, δυο κορνέτες, ένα τρομπόνι και το νταούλι.  Μίνι χάλκινα. Άρχιζαν το Σάββατο το μεσημέρι κι έπαιζαν ασταμάτητα μέχρι αργά το απόγευμα της Καθαράς Δευτέρας. Ξεκινούσαν απ΄ τα Χάνια. Αργότερα πήγαιναν στην πλατεία του Δημαρχείου. Χόρευαν. Τα παιδιά της παρέας κι όποιος άλλος ήθελε. Κι έπιναν, ρακές και ρετσίνες. Το βράδυ του Σαββάτου η κάθε παρέα και το καφενείο της. Και χόρευαν οι της παρέας και όσοι διάλεγαν το καφενείο της για να διασκεδάσουν. Κι ήταν όλοι μια παρέα. Το πρωί της Κυριακής τριγυρνούσαν στους δρόμους των Βασιλικών χορεύοντας καρσιλαμά. «Κίνησα να ρθω το βράδυ μ έπιασι ψιλή βροχή» Κρατούσαν όλοι γκλίτσες και τις κουνούσαν πάνω απ΄ τα κεφάλια τους. Χόρευαν στις αυλές συγγενών και φίλων. Και στων κοριτσιών τους, αν είχαν κι αν οι συνθήκες το επέτρεπαν, κι αν δεν είχαν (τους περισσότερους τους κόβω να μην είχαν, ομορφάααααντρες μου, όνειρο ζούν μη τους ξυπνάτε) στων κοριτσιών που επιθυμούσαν να έχουν, πάλι φυσικά αν οι περιστάσεις το επέτρεπαν. Το κέρασμα λιτό. Μια ρακή, ένα ούζο, ελιά, τυρί κι ο χαλβάς των ημερών. ΄Ισως κι άλλα που δεν τα θυμάμαι. Δυο τρεις χοροί κι έπαιρναν πάλι το δρόμο. «Τα ωραία σου τα μάτια στο καθρέφτη μη τα δεις γιατί μόνη σου αγαπιέσαι κι εμένα λησμονείς». Κυριακή απόγευμα και Δευτέρα μαζεύονταν στο μεγάλο ανοιχτό χώρο πλάι στον Ανθεμούντα. Εκεί που σήμερα γίνεται η λαϊκή. Μετά τα πρώτα χρόνια του ΄70 μαζεύονταν στα Χάνια. Οι κομπανίες, σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, έπαιζαν τα όργανα και χόρευαν όλοι. Συρτά, χασαποσέρβικα και καρσιλαμάδες. Χόρευαν ασταμάτητα μέχρι να πέσει η νύχτα. Κι ανάμεσά τους κι εμείς, οκτάχρονοι ίσαμε δωδεκάχρονοι. Καμπόυδες οι περισσότεροι. Ήταν το πιο εύκολο και το πιο φτηνό. Ένα χάρτινο καπέλο στο κεφάλι. Μια πλαστική ζώνη με τη θήκη της κι ένα πιστόλι που συνήθως δεν έκανε τίποτα. Υπήρχαν φυσικά κι οι πιο τυχεροί που είχαν καλύτερα πιστόλια, με μύλο, που έπαιρναν έξι καψούλια και δεν χρειάζονταν να τα βάζουν ένα - ένα κι είχαν και παντελόνια και πουκάμισα με ραμμένα στα μπατζάκια και στα μανίκια σιρίτια κίτρινα, κόκκινα και πράσινα κι οι ακόμη πιο τυχεροί που είχαν μαύρη μπέρτα με το μαγικό «Ζ» του Ζορό κι εκτός από πιστόλι κρατούσαν και σπαθί. Κι όλοι, χαρούμενοι και περήφανοι, τρέχαμε ανάμεσα στο κόσμο που παρακολουθούσε τους χορούς, πυροβολώντας αλλήλους. Εκεί εμφανίζονταν και οι μασκαράδες. Όχι οργανωμένοι, όχι δόγηδες, γονδολιέρηδες και δεν ξέρω ποια άλλη ανοησία σκαρφίζονται οι αφόρητα βαρετές σημερινές οργανωμένες παρελάσεις, αλλά αυθόρμητα, δυο ή τρεις μαζί, καμιά φορά και περισσότεροι, μασκαρεμένοι ανάλογα με τη φαντασία και την ικανότητά τους, εμφανίζονταν ανάμεσα στο κόσμο, αστειεύονταν, χόρευαν κι έφευγαν. Εκεί και οι προσπάθειες μεγαλύτερων συντροφιών. Η μνήμη μου έχει συγκρατήσει μια πλατφόρμα να περνάει ανάμεσα στους ανθρώπους και μια συστάδα γυμνών ποδιών να κινείται στον αέρα σα να κάνει ποδήλατο, σκορπίζοντας άφθονα γέλια. Και το βράδυ της Κυριακής οι παρέες οργάνωναν το πάρτι τους. Η καθεμιά στο καφενείο της. Τα παράθυρα καλύπτονταν με εφημερίδες ή μπλε κόλες χαρτιού για να κρατούν μακριά τα αδιάκριτα μάτια. Το πρόγραμμα γινόταν πιο μοντέρνο. Αγόρια και κορίτσια σε πάρτι ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα γεγονός και μάλιστα με το «Γ» κεφαλαίο. Στα υστερότερα χρόνια, που ως έφηβος πήρα μέρος, θυμάμαι το βερμούτ, νομίζω και μαρτίνι, κάπνα απ΄τα τσιγάρα, κέφι και ψηστήρι.
                Είχαν κι άλλα οι μέρες εκείνες, όπως της γκαμήλας τα πέταλα, μα δεν είναι της ώρας τώρα, αλλά το σημαντικό ήταν ο χορός. Χόρευαν οι άνθρωποι, χόρευαν διαρκώς, χόρευαν τρεις μέρες στη σειρά. Είχαν ανάγκες, η ζωή τους είχε μόχθο απίστευτο, τα χρήματα ήταν λίγα, τα προβλήματα της πολλά, για πολλούς αμέτρητα, όμως αυτές ήταν μέρες χορού. «Ολις οι βέργις εινι δω, να μαν κι γω να τραγουδώ» και το παπάκι πήγαινε και ξαναπήγαινε στην ποταμιά κι η Μαρία που τα βραχιόλια της βροντούσαν κι από κοντά κι η γερακίνα που έπεφτε και ξανάπεφτε στο πηγάδι κι εκεί ανάμεσα, απρόσμενα και αιφνιδιαστικά, ακουγόταν και το τάκα τάκα τάκα τάκα τα και παραδίνονταν και σ΄αυτό το τότε νέο για τ’ αυτιά τους.
Όχι λοιπόν, το τάκα τάκα τα δεν είναι σάλπισμα εφόδου, ανατροπών και επανάστασης, αλλά εύχομαι να γίνει σάλπισμα για ένα διάλειμμα στη μαυρίλα και να χορέψουμε τούτες τις μέρες, σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο στη ζωή παρά μόνο εμείς κι ο χορός κι αφού κάψουμε τον καρνάβαλο να δούμε πάλι όλα αυτά που μας πονούν και μας πληγώνουν και να πράξει ο καθένας κατά πως κρίνει σωστότερα.

ΥΓ: Δημοσιευμένο στην "ΑΠΟΨΗ Μηνιαία έκδοση για την ποιότητα ζωής στη Θέρμη Θεσσαλονίκης"

1 σχόλιο: