Κουρεμένοι
λοιπόν, σαν υπάκουοι μαθητές στις εντολές των καθηγητών και της Γυμνασιάρχη,
της Άντζελας, όχι, δυστυχώς, της Δημητρίου, που τώρα κάνει πάλι σουξέ με τους
κουρεμένους που δε γιορτάζουνε ποτέ, αλλά της άλλης, της καλύτερης των
γερμανικών ποιμενικών που φυλάγουν τα πρόβατα στις στρούγκες της Ευρώπης, μη
τυχόν και ξεμυτίσουν αυτά σε τίποτα αφύλαχτα λαγκάδια ν΄ ανασάνουν και φάει τα
αφεντικά των ποιμενικών λύκος μαύρος. Κουρεμένοι, όπως ταιριάζει στις μέρες της
παρέλασης που πλησιάζει και πρέπει να είμαστε με περιποιημένα κεφάλια και ρούχα
ομοιόμορφα. Χωρίς τάξη και πειθαρχία θυμώνουν τα ποιμενικά και δείχνουν τα
δόντια τους κι εμείς, αρκετές γενιές τώρα, χέστες πατενταρισμένοι, εξαντλούμε
το ηρωισμό και τον τσαμπουκά μας σε μούντζες στους «επίσημους» των παρελάσεων και στη συνέχεια σε ώρες
συζητήσεων, αν η πράξη του ενός μαθητή την πρώτη φορά και των περισσότερων
μιμητών του στην συνέχεια, ήταν αγένεια, ψευτοτσαμπουκάς, νεανική ανοησία ή η
έναρξη της επανάστασης των νέων κατά των εγχώριων τσοπανόσκυλων και των
γερμανικών ποιμενικών. Και σα να μην έφτανε το κολοσσιαίο αυτό ερώτημα, που
βασανίζει από καθηγητές πανεπιστημίου ίσαμε τη Μενεγάκη, ήρθε και το γιαούρτωμα
του φιλεύσπλαχνου τραγουδιστή, ο οποίος,
αφού πρώτα μας είπε ότι καλά μας κάνουν και μας πηδάνε, στη συνέχεια
αποφάσισε
να μας τραγουδήσει για να παρηγορηθούμε για το τσούξιμο απ΄ το πήδημα, κι έδεσε
ο πελτές. Στρατιές δημοσιογράφων, κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων, μαζικών
και μη ψυχολόγων και διαφόρων άλλων -λόγων, διασταυρώνουν τα ξίφη τους σε
τηλεοράσεις, εφημερίδες, ραδιόφωνα και ίντερνετ, προσπαθώντας, άλλοι μεν να μας
πείσουν ότι το μόνο που μένει είναι η στιγμή που θα εμφανισθεί και ο Έλληνας
Αδόλφος κι εμείς, σαν άλλοτε οι γερμανικοί ποιμενικοί που μας φυλάγουν τώρα μη
λακίσουμε και χάσουν τα’ αυγά και τα καλάθια τους, θα τον ακολουθήσουμε στην
ελληνική εκδοχή του 3ου Ράιχ, άλλοι δε ότι αυτά δεν είναι τίποτα
άλλο παρά οι πρώτες μικροεκρήξεις της λάβας του κοχλάζοντος ηφαιστείου της
οργής και της αγανάκτησης του λαού που σύντομα θα εκραγεί και θα σκεπάσει τα
πάντα σαν ο Βεζούβιος την αρχαία εκείνη Πομπηία.
Μέσα σ’ όλα
αυτά, κουρεμένος βαθειά, ίσαμε τον εγκεφαλικό
φλοιό, καθώς η μέρα της παρέλασης για την εθνική μας παλιγγενεσία πλησιάζει, καταριέμαι μαζί με
πολλούς άλλους την ώρα και τη στιγμή, που θαμπωμένοι από το κάλος και την
κορμοστασιά των γερμανικών ποιμενικών και των λουσάτων τους μαντριών, αφήσαμε
να ερημώσουν οι στρούγκες στις πλαγιές κι οι ταπεινοί μας στάβλοι και τώρα που
το γιαούρτωμα έγινε σπορ, δεν έχουμε γάλα για να πήξουμε και να στηθούμε στην
παρέλαση, σαν τους παλιούς σαλεπιτζήδες ή τους άλλους που πουλούσαν το μαλλί
της γριάς –αλήθεια τι είδους διαστροφή πρέπει να σε βαράει ώστε να σου αρέσει
κάτι που λέγεται μαλλί της γριάς!- ή σαν το σύγχρονο ομορφάντρα της διαφήμισης που
του βάζει και λίγη σος για να γλιστράει – άλλη μια έκφραση του μεγαλείου της
φυλής που πάντα κάνει το κακό «σα να μην ήθελε, αλλά πρέπει»- να πουλάμε τα
κεσεδάκια στους οργισμένους. Να έχουμε με χαμηλά λιπαρά για τις κυρίες, καθώς
βέβαια ταιριάζει στο ήθος και της φυσική μας ευγένεια και τ’ άλλα
με τη χοντρή τσίπα –Θεέ μου πως τη σιχαινόμουν και στο γάλα απ΄ τις καλές μας
αγελάδες και στο γιαούρτι που τότε μπορούσαμε να κάνουμε στα σπίτια μας, ενώ
σήμερα το μόνο που είμαστε ικανοί να πετύχουμε είναι να αναμασούμε εξυπνάδες με
το ρυθμό που οι αγελάδες μηρυκάζουν την τροφή τους τις νύχτες- για τους άντρες,
που και περισσότεροι είναι και χειρότεροι αναλογικά και εντελώς ξετσίπωτοι! Θα
τα καταφέρναμε όλα! Θα τα οικονομούσαμε πουλώντας γιαουρτάκια. Θα καταφέραμε
τρομερό πλήγμα στα μεγάλα τραστ του γάλακτος και στους μεσάζοντες, αφού θα
πουλούσαμε οι ίδιοι απευθείας το προϊόν, όπως οι πατατοπαραγωγοί και σιγά σιγά
όλοι οι παραγωγοί, οι οποίοι, στο χωριό μου, που φυσικά δεν είναι χωριό πια (τι
σκατά, τόσα χρόνια εκσυγχρονισμός στα χαμένα θα πηγαινε;) αλλά δημοτικό
διαμέρισμα του σπουδαίου και μεγάλου δήμου Θέρμης, πουλούσαν τις πατάτες χωρίς
να δίνουν αποδείξεις, αλλά ήταν για καλό σκοπό και κάναμε όλοι ότι δεν το
καταλάβαμε. Θα καλύπταμε τις ανάγκες του αγώνα σε πολεμοφόδια, εκεί και τότε,
όπως θα έλεγαν σ άλλους καιρούς οι πολιτικοί ταγοί και οι κλώνοι του αλήστου
μνήμης ΠΑΣΟΚ. Θα δίναμε ένα μάθημα στους «επισήμους», πολιτικούς, δημάρχους και
λοιπούς. Κυρίως όμως θα τιμούσαμε κατά τον δέοντα τρόπο και τους προγόνους μας,
τους άξιους κάθε τιμής, αν όχι για την αποκοτιά τους να ξεσηκωθούν ενάντια
στους κάθε λογής ποιμενικούς, γιατί ήθελαν λέει να διαφεντεύουν τη δική τους
στρούγκα κατά τον τρόπο που θα όριζαν μονάχοι τους, σίγουρα πάντως για την
ικανότητά τους, ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές να είναι και χώρια και
μαζί, να πολεμούν να διώξουν τους εχθρούς και να σκοτώνονται και μεταξύ τους
σαν να είχε κιόλας η μάχη κερδηθεί, να θέλουν να διαφεντεύουν το δικό τους το
μαντρί και την ίδια ώρα να είναι τα κόμματα τους, το αγγλικό, το γαλλικό και το
ρούσικο. Ε, λοιπόν, αυτό το έργο το έχουμε παίξει από τότε αρκετές φορές.
Τόσες, που αν αντί για νομικός είχα διαλέξει αν σπουδάσω ιστορία, θα ΄λεγα πώς
τούτο είναι το κανονικό για τους ανθρώπους. Ούτε για φόβο είναι, ούτε για
κατάρες ούτε για όλα εκείνα τα γραφικά για αυτό το DNA μας που τάχα
ευθύνεται κι άλλα παρόμοια ακόμη πιο σαχλά κι απ΄ της Αγγέλας τις ατάκες και
βρείτε εσείς αν εννοώ την Μέρκελ ή τη Δημητρίου.
Δεν θα έριχνα
ποτέ γιαούρτι σε κανέναν, ούτε μα αρέσει ούτε το επαινώ. Όμως «τι είναι σωστό
τι μη σωστό και τι τα αναμεσό τους» δεν είναι άλλος τρόπος να βρεθεί παρά μέσα
απ΄ τη σύγκρουση σωμάτων κι ιδεών. Και μην ακούσω πάλι τα γνωστά πως τάχα αυτά
δεν γίνονται αλλού γιατί γιαούρτια κι αυγά κι άλλα εδώδιμα πολλά πέφτουν παντού
χωρίς διάκριση καμιά.
Λοιπόν για την
παρέλαση ήθελα να πω, τότε που ήμουν μαθητής και προσευχόμουν να βρέχει για να
αποφύγω την ενοχλητική έκθεση στα μάτια των ανθρώπων που μαζεύονταν για να μας
καμαρώσουν. Προσευχόμουν ακατάπαυστα να βρέχει για να γλιτώσω και την επίδειξη
των δημοτικών χορών. Χόρευα πιο άτσαλα κι από ξυλοπόδαρος και θαρρώ πως ένιωθα
χειρότερα κι από γιαουρτωμένο υπουργό. Δεν τα είπα τελικά γιατί ο εκδότης ήταν
κάθετος! «Όχι» μου είπε «δεν μπορώ να σου δώσω όλες τις σελίδες της εφημερίδας»
Κι όταν τον κοίταξα όλος απορία, «τι δεν καταλλλαβαίνεις, τι δεν
καταλλλαβαίνεις» μου είπε. Έτσι θα πω μόνο πως και φέτος θα προσεύχομαι να
βρέξει! Βλέπετε δεν έχω γιαουρτάκια για πούλημα, δεν θέλω κανείς να αισθάνεται,
όπως εγώ όταν χόρευα στην πλατεία και
δεν αντέχω άλλο τις αναλύσεις του γιαουρτιού. Αν πάτε στη παρέλαση πάρτε μαζί
σας και κουταλάκι κι αν βρέξει γιαούρτια τελικά σκεφτείτε ότι δεν ήρθε η
συντέλεια του κόσμου αλλά ίσως το τέλος των παρελάσεων.
ΥΓ: Δημοσιευμένο στην "ΑΠΟΨΗ Μηνιαία έκδοση για την ποιότητα ζωής στη Θέρμη Θεσσαλονίκηs" (Μάρτιος 2012)
ΥΓ: Δημοσιευμένο στην "ΑΠΟΨΗ Μηνιαία έκδοση για την ποιότητα ζωής στη Θέρμη Θεσσαλονίκηs" (Μάρτιος 2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου