Κάπου εκεί
στράβωσε το πράγμα. Τότε που η σπανακόπιτα έγινε από κυρίως φαγητό σνακ και
συνοδεύει, σε μικρά τετράγωνα κομματάκια, τον απογευματινό καφέ της μάνας μου
και των φιλενάδων της. Κάπου εκεί πρέπει να πήραμε την κατηφόρα και φτάσαμε
σήμερα να μην μπορούμε να εφοδιάζουμε με ένα τόνο σπανάκια την ημέρα τον έμπορο
που θέλει να τα στέλνει στην Βουλγαρία. «Δεν υπάρχει τέτοια ποσότητα» του
απάντησαν, σε μια κουβέντα που άκουσα τυχαία προ ημερών, και τον έστειλαν σε
παραγωγούς άλλου δημοτικού διαμερίσματος, το οποίο μάλιστα, χρόνια τώρα που η
σπανακόπιτα είναι σνακ, γιορτάζει και
την ημέρα του σπανακιού. Μέρα του σπανακιού όπως δηλαδή, πριν γίνει σνακ η
σπανακόπιτα, η μέρα του Αη Γιώργη, της Αγίας Παρασκευής και της Παναγίας το
Δεκαπενταύγουστο, της 25η Μαρτίου και της επετείου του ΟΧΙ. Έτσι αφού έγινε σνακ μάθαμε να
τιμούμε το σπανάκι, τη σαρδέλα, σε όμορο δήμο, τα κολοκύθια, να κάνουμε
γουρονοχαρές και άλλες ανάλογης αξίας και ποιότητας πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Ήμασταν πια άλλοι, ανώτεροι, και όλα
τούτα γίνανε φολκλόρ. Δεν τρώγαμε πια την ταπεινή σπανακόπιτα ως κύριο φαγητό
αλλά τη χρησιμοποιούσαμε για συνοδευτικό του καφέ μας, όπου μάλιστα τρώγαμε δυο
τρεις μπουκιές, επειδή «μυρίζαμε χορτασιές», όπως μας έλεγε η σχωρεμένη η
γιαγιά μου κάθε φορά που τρώγαμε κάτι με μισή καρδιά και συμπλήρωνε πάντα και
το ηθικοπλαστικό και ψυχωφελές «κατοχή που σας χρειάζεται», διαπίστωση που κατά
πως φαίνεται έμελε για πολλούς των Ελλήνων να έχει αποδειχτεί ήδη σχεδόν
προφητική!
Τότε
μας έλεγαν, τους Βασιλικιώτες, σπανακάδες. Όχι άδικα. Θαρρώ πως τα σπανάκια που
παράγονταν στον κάμπο του χωριού μας, πρέπει, εκεί στο μεταίχμιο κυρίως φαγητού και
σνακ, να κάλυπταν τις χειμωνιάτικες
ανάγκες της μισής Ελλάδας. Φυσικά άμα ζεις αντάμα με ένα τέτοιο προϊόν δεν
μπορεί παρά να το τιμάς κι ανάλογα. Έτσι η σπανακόπιτα είχε την τιμητική της
αλλά και οι θεϊκοί σπανακοκεφτέδες δεν πήγαιναν πίσω. Αλλά η σπανακόπιτα τότε
ήταν μεγάλη κι αχάρακτη. Δεν την χαράζαν σαν τα μπακλαβαδάκια για να χωράει στα
μικρά πιατάκια. Κι ίσως αυτό να συνέβαινα γιατί η ετοιμασία της απαιτούσε, όπως
όλα τα πράγματα τότε, μόχθοκι ότι απαιτούσε μόχθο ήταν άξιο σεβασμού. «Τα
αλεύρια δεν ήταν, όπως αυτά τα μαλακά τα σημερινά» είπε η μάνα μου μ ένα
μορφασμό που φώναζε την περιφρόνησή της για τα ραφιναρισμένα πράγματα,
«ήταν
δικά μας, σκληρά, και η ζύμη ζυμώνονταν δύσκολα, κοκκίνιζαν τα χέρια εδώ» συνέχισε
δείχνοντας μου την κορυφή της σφιγμένης γροθιάς της. Ύστερα, όπως μου διηγείται
η μάνα μου, η γιαγιά Καλλιόπη καθόταν μπροστά στο σοφρά, με το ένα πόδι
μαζεμένο μπροστά του και το άλλο απλωμένο στο πλάι του και έφτιαχνε τα «πενταρούδια».
Μικρά, στρόγγυλα, διαμέτρου 10-15 εκκατοστών και τα στοίβαζε το ένα πάνω στο
άλλο, επτά τον αριθμό, αλείφοντας τα με λίγδα εκτός από την πάνω όψη του τελευταίου. Τα άφηνε στην άκρη και
συνέχιζε με τη επόμενη στοίβα κι μετά με την επόμενη. Μέχρι να τελειώσει την
τρίτη στοίβα, η πρώτη ήταν έτοιμη. Η λίγδα πάγωνε γρήγορα κι ήταν έτοιμη ν
ανοίξει τα φύλλα. Με το μπλάστρι άνοιγε με προσοχή το πρώτο φύλλο
πασπαλίζοντάς το κάθε λίγο με αλεύρι για
να μη κολλάει στο μπλάστρι. Απαγορεύονταν αυστηρά έστω και μια μικρή τρυπούλα
γιατί μπορούσε να βάλει σε κίνδυνο το φούσκωμα της πίτας στο ψήσιμο. Έτσι, αν
συνέβαινε ατύχημα κατά το άνοιγμα το αποκαθιστούσε αμέσως με πρόσθετη ζύμη. Τώρα,
στην εποχή του σνακ, χαράζεται χωρίς έλεος για να κόβεται ομοιόμορφα και σε
μικρά κομμάτια, κατάλληλα για χορτάτους. Το ανοιγμένο φύλο έμπαινε στο «σ΄νι»,
ένα μπακιρένιο ταψί, που η παιδική μνήμη μου το έχει αποθηκεύσει με την ετικέτα
τεράστιο. Άπλωνε τη γέμιση. «Λίγο ρύζι, σπανάκια, αυγά και τυρί, όλα δικά μας,
μοσχομύριζαν και λίγδα με το κουτάλι» λέει η μάνα μου και η λάμψη στα μάτια
της, στην ανάμνηση της εικόνας της μυρωδιάς και των γεύσεων, τονίζει την
ευχαρίστηση της όπως μπουκέτο κόκκινο τα γιορτινά τραπέζια, «όχι σαν αυτά τα
σημερινά που βάζεις βάζεις βάζεις τυρί και γεύση καμία και τη μαργαρίνη που
λειώνει κι είναι σα νερό» συμπλήρωνει με την περιφρόνηση να γυρίζει
θριαμβευτικά στην έκφρασή της. Το
δεύτερο φύλλο κάλυπτε τη γέμιση, έμπαινε κι άλλη κι στη συνέχεια το τελευταίο
φύλλο κι ήταν έτοιμη για το φούρνο. «Στο πατρικό μου θυμάμαι να μαζεύονται
τρεις τέσσερις γειτόνισσες και να φουρνίζουν από ένα ταψί, γιατί και τα
πουρνάρια για το φούρνο δεν ήταν άφθονα κι είχαν κόπο» συνέχισε τη διήγησή της και
φρόντιζαν να ρίχνουν το κόστος σκέφτηκα εγώ γιατί τότε ήταν αναγκαίο να
επιτυγχάνεται το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα με το λιγότερο δυνατό κόστος γιατί
όχι μόνο τίποτα δεν περίσσευε αλλά ακόμη και τα χρειώδη έλλειπαν. «Εδώ»
συνέχισε αναφερόμενη στο σπίτι μας «συνήθως ψήναμε μόνο τα δικά μας». Και θυμάμαι θολά τη γιαγιά μου να απλώνει το
φύλλο στο σοφρά, αλλά το ταψί στο τραπέζι το μεσημέρι το θυμάμαι πεντακάθαρα.
Το βάζαμε στη μέση και ο καθένας έπαιρνε ένα κομμάτι που ξεχείλιζε απ΄το πιάτο
του και που μοσχοβολούσε, ένα κομμάτι που θα έκανε τους σημερινούς
καρδιολόγους, διαιτολόγους, διατροφολόγους και λοιπούς λόγους να μας επιβάλλουν
νηστεία με νερό, φύτρες σταριού, βρώμη, λίγο άπαχο τυρί και ξεπετσιασμένο
κοτόπουλο τις Κυριακές για τουλάχιστον δυο σαρακοστές για να εξιλεωθούμε και να
μας συγχωρεθεί η αμαρτία της ψημένης με χοιρινό λίπος σπανακόπιτας και να
κερδίσουμε λίγες επιπλέον μέρες μιας άνοστης και λάιτ ζωής μας. Τη συνοδεύαμε
και με κόκκινο κρασί μέσα σε μικρά κρασοπότηρα που έμοιαζε με νέκταρ των θεών
κι ας μη ξέραμε ακόμη από παλαιώσεις και πλαγιασμένα μπουκάλια και ποτήρια που
μοιάζουν κολυμπήθρες. Κι όταν μετά τα Χριστούγεννα και μέχρι και το Μάρτη, είχαμε
και ένα κομμάτι λουκάνικο ψημένο στα κάρβουνα της ξυλόσομπας το τραπέζι έμοιαζε με παράδεισο του
κόσμου τούτου και οι παππούδες κι οι γονείς το απολάμβαναν δοξάζοντας το
δημιουργό του άλλου Παραδείσου, του επέκεινα του κόσμου τούτου.
Έπειτα ήρθε ο
καιρός του σνακ. Και χαρήκαμε γιατί ο
μόχθος λιγόστεψε, τα αλεύρια γίνανε λευκά και δεν χρειάζονταν να κοκκινίσουν οι
γροθιές για να ζυμωθούν, μήτε χρειάζονταν να μαζευτούν πολλοί για να ανάψουν
φούρνο, αφού ήρθε η ΙΖΟΛΑ κι η ΕΣΚΙΜΟ κι η ΖΗΜΕΝΣ κι κάνανε τα πράγματα απλά
και δεν ήταν πια σικ να βάζεις λίγδα χοιρινή, γιατί απ΄το πρωί ως το βράδυ
κάποιος ή κάποια στη τιβι μας έλεγε πως για να ζήσουμε πολύ πρέπει να είναι
λάιτ η τροφή και μάθαμε για το παλιό κρασί και λιγοστέψαν τα σπανάκια πια στο
κάμπο κι έγιναν θέμα για πολιτιστική γιορτή και ήταν ωραία και καλά γιατί ήταν
τα λεφτά πολλά και η ζωή γινόταν εύκολη για όλο και πιο πολλούς. Μα κάπου
στράβωσε. Ίσως κάπου να χάσαμε το μέτρο, ίσως δεν έπρεπε να κάνουμε σνακ την
κύρια τροφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου