Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Ροχάλα

Μας λείπει το κριθαράκι. Σταματώ στα δεξιά του δρόμου. Η νεότατη Εύα βγαίνει. Απέναντι το παντοπωλείο.  Έτσι το λέω εγώ. Αυτό επιμένει πώς είναι super market. Ξεραΐλα τριγύρω. Κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο, καταραμένη ζέστη. Ακινητοποιημένος μέσα στις καυτές λαμαρίνες του αυτοκινήτου καταλαβαίνω τι θα πει «Ζαβαρακατρανέμια»  και γιατί μόνο η επίκληση του ελέους μπορεί να τα συνοδεύει.  Δυο ανάσες απ΄ τη θάλασσα, χωρίς το μπλε και τη μπουκαδούρα, και νιώθω να είμαι στην καρδιά του  success story του Σαμαρά, μηδενική δραστηριότητα  σ έρημο κι άνυδρο τοπίο. Στο μεταίχμιο πραγματικότητας και παραίσθησης τον βλέπω να πλησιάζει από απέναντι. Θα ναι δέκα χρόνων. Περπατάει μόνος αλλά σα να είναι με παρέα. Όπως δηλαδή μόνο ένα παιδί μπορεί.
 Άλλοτε σέρνει τα πόδια,  άλλοτε χοροπηδά και κάνει φιγούρες. Ίσως και να μιλάει αλλά δεν μπορώ να τον ακούσω. Σίγουρα εντός του πάντως λύνει μυστήρια ή κατατροπώνει εχθρούς ή σχεδιάζει αποστολές ή ονειρεύεται νίκες. Και να θέλει αλλιώς στα δέκα δε γίνεται. Πρέπει να καβαντζάρει τα μισά της ζωής του για να γίνει το περπάτημα απλά ο τρόπος να μετακινείται, με το μυαλό να βρίσκεται παντού μα πουθενά συγκεκριμένα, και πάντως ανίκανο να λύσει μυστήρια. Γυρίζει το κεφάλι δεξιά και ρίχνει μια περιποιημένη ροχάλα. Παρακολουθεί με ικανοποίηση το βεληνεκές της και μάλλον πανηγυρίζει για το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Κρυφογελάει ίσως από ικανοποίηση για το αποτέλεσμα, ίσως γιατί παραβιάζει τους κανόνες. Δε φτύνουμε, δε βρίζουμε, δε σέρνουμε τα πόδια μας, δε χαζεύουμε, δεν, δεν.  Δεν ήρθε ακόμη η ώρα που το σάλιο θα γίνει συνώνυμο της αγένειας και της χοντροκοπιάς, το σύρσιμο των ποδιών αντικανονικότητα, το βρίσιμο αντικοινωνικότητα. Όταν η μαγεία και τα μυστήρια δεν, τότε οι κανόνες  κραδαίνουν σπάθα κοφτερή και δίκοπη κι αποκεφαλίζουν ότι περισσεύει, παρεκκλίνει, αντιστέκεται, αρνείται ή ονειρεύεται. Τώρα όμως είναι μια μέρα του Αυγούστου, που οι κανόνες γύρω του είναι ζαβλακωμένοι απ΄τη ζέστη  και ημιθανείς, να, σαν αυτόν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, που τον κοιτάζει μέσα απ΄ το αυτοκίνητο, ή κολυμπούν ή κουρνιάζουν σε μέρη απόσκια ή ξεγελιούνται, οι πιο τυχεροί, σε άλλα που κλιματίζονται, κι αυτός είναι μόνος και περπατάει σ ένα χωματόδρομο σέρνοντας τα πόδια του, αδιάφορος εντελώς για τον ήλιο, αν καίει, αν κάνει ζέστη κι αν ο απέναντι σκέφτεται τα «Ζαβαρκατρανέμια» και το καταραμένο κριθαράκι που τον κρατάει καθηλωμένο μέσα στις λαμαρίνες κάτω από τον ήλιο που τον βρίσκει ανελέητο, που καταριέται τη τύχη του να πέσει τούτο τον Αύγουστο στα έργα του ΕΣΠΑ  και στο χωματόδρομο, στη σκόνη και στις λακκούβες και βρίζει τα γαμημένα αμορτισέρ που έφαγαν τα ψωμιά τους από χρόνια κι έγιναν πιο σκληρά κι από ξυλοπόδαρα και σκέφτεται τον ΤΑΠ τον ΦΑΠ και τον μάπα που τα επιβάλει,  ακόμη και τη στιγμή της ανατριχίλας που χαρίζει στην πρώτη επαφή μαζί της η θάλασσα. Τώρα είναι μια μέρα του Αυγούστου κι η ροχάλα που εκτοξεύει το δεκάχρονο στόμα του είναι η περιφρόνηση του κι η αηδία του για όλα τούτα που θα ρθουν να τον βρουν και χαμογελά όταν, λίγο πριν μπει στο παντοπωλείο που επιμένει να ονομάζεται super market, τα βλέπει να χτυπιούνται απεγνωσμένα και να εξαφανίζονται μέσα στην αιφνίδια θαλασσοταραχή που προκάλεσε το στόμα του. 
 Δεν τον ξέρω κι ούτε θα τον  μάθω ποτέ. Μου μοιάζει. Στο χρώμα και στα κιλά. Δηλαδή, σ αυτά που είχα στα δέκα, όχι στα επί 10 πού έχω σήμερα. Μας χωρίζουν σαράντα τόσα  χρόνια. Μας ενώνει ένα παντοπωλείο, ο Αύγουστος  και τα σκονισμένα πόδια. Περπατάει σε χωματόδρομο, λόγω έργων, στο χωριό που τον έφεραν για τις διακοπές του αυτός. Περπατούσα σε χωματόδρομους κι εγώ στο χωριό μου, τότε που διακοπές σήμαινε απλά δεν έχω σχολειό . Με πόδια σκονισμένα κι οι δυο τώρα. Αυτός απ τη χαρά της ελευθερίας, εγώ από την αναζήτηση της. Δεν ξέρω μόνο αν ανατριχιάζει με τις σκόνες, όπως εγώ. Σε παντοπωλείο που τον βλέπω τώρα, θα μπορούσαμε, αν δε μας χώριζαν τα σχεδόν πενήντα χρόνια, και να συναντηθούμε. Παντοπώλης εγώ, πελάτης αυτός. Ίσως, εκεί στο δρόμο μπροστά στο μαντρότοιχο του σχολείου , στο καταμεσήμερο, μια μέρα του Αυγούστου, που τη ζέστη του σαράντα χρόνια μετά θα την λέγαμε καταραμένη, να διαγωνιζόμασταν κιόλας ποιου το σάλιο θα πάει μακρύτερα.  Γιατί και τότε, σ ένα χωριό σαν και τούτο που βρεθήκαμε σήμερα κι οι δυο, τον Αύγουστο, το καταμεσήμερο,  οι κανόνες έψαχναν μια σκιά ή μοχθούσαν, κι εμείς στα δέκα, μπορούσαμε να γυρίζουμε λεύτεροι στους χωματόδρομους, άλλοτε σέρνοντας τα πόδια μας κι άλλοτε με χοροπηδητά και φιγούρες, κατατροπώνοντας εχθρούς, σχεδιάζοντας εκστρατείες, οργανώνοντας ταξίδια, και  πνίγαμε  μέσα στο σάλιο της περιφρόνησής μας όλα εκείνα τα πεζά κι ανούσια που μας έλεγαν οι κανόνες πως θα ρθουν να μας βρουν.

Αυτός μπαίνει στο παντοπωλείο κ η Εύα βγαίνει κρατώντας το κριθαράκι. Ξεκινώ αφήνοντας πίσω μου τις σκέψεις για το τι μπορεί να σημαίνει μια παιδική ροχάλα, τι τα «Ζαβαρακατρανέμια» του Μαρκόπουλου και γιατί μόνο η επίκληση του ελέους μοιάζει δυνατή. Δε ξέρω αν θα πετύχει το κοτόπουλο με κριθαράκι στην κατσαρόλα, αλλά είμαι σίγουρος πως ο μαριναρισμένος γαύρος που συνοδεύει το τσίπουρο μας τις λίγες αυτές μέρες, που η αγάπη μας προσφέρει τη φιλοξενία της, είναι έξοχος και βοηθάει να παραμένω στο μεταίχμιο πραγματικότητας και παραίσθησης χωρίς τις ενοχλητικές σκέψεςι που ένας απρόσκλητος δεκάχρονος μπορεί να προκαλέσει κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο, μια μέρα με καταραμένη ζέστη.

(Δημοσιεύθηκε στην  ΑΠΟΨΗ (www.apopsinews.gr) μηνός Αυγούστου 2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου