Μπαίνοντας, στα δεξιά, υπήρχαν δυο
τσουβαλάκια, οι πατάτες και τα κρεμμύδια.
Τα σιχαινόμουν και τα δυο γιατί μ΄ ανατρίχιαζαν οι σκόνες. Ίδια σιχαινόμουν το
στόκο και το γύψο, ακόμη και τα λουκούμια, αλλά μ’ αυτά μπορούσα να γλείφω τα
δάκτυλά μου μετά. Αριστερά ήταν ένα ξύλινο ντουλάπι με βιτρίνα. Αποκάλυπτε θησαυρούς! Κουραμπιέδες, πιτιφούρια (πτι-φουρ) και νουαζέτες τις ΙΟΝ. Χειρότερος
πειρασμός κι απ΄ την ναζιάρα Εύα την ώρα που προσκαλεί τον Αδάμ να της δαγκώσει
το μήλο.
Και πόσο ν΄ αντισταθείς! Οταν παραδινόμουν στον πειρασμό κι έβαζα χέρι στις νουαζέτες, στα πιτιφούρια ή στη «πρώτη μας αγάπη», την αμυγδάλου ΙΟΝ, δύσκολα σταματούσα πριν ο κορεσμός χτυπήσει κόκκινο. «Γι αυτό δεν έχουμε κέρδος» έλεγε η μάνα μου κάθε φορά που ανακάλυπτε πεταμένα χαρτάκια ή άλλες ενδείξεις και ίσως να μην είχε άδικο. Ήμουν μπακάλης, τις ώρες που οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, περισσότερα από δέκα χρόνια κι από ένα χοντρικό υπολογισμό που κάνω τούτη τη στιγμή στην αριθμομηχανή του υπολογιστή, πρέπει η αδυναμία μου ν αντισταθώ στους πειρασμούς, να στοίχισε στην οικογένεια μια μικρή γκαρσονιέρα στο κέντρο της Σαλονίκης. Τέλος πάντων, μιας και τώρα δεν έχω να ξεπληρώσω ούτε την αξία της πόρτας εισόδου της γκαρσονιέρας, γυρίζω στα παλιά που είναι ασφαλή. Λοιπόν, απέναντι απ΄ την πόρτα ήταν το μεγάλο ψυγείο, άσπρο οικιακό στην αρχή, επαγγελματικό με βιτρίνες στη συνέχεια. Τα αλλαντοποιεία ΡΟΔΟΣ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ μας προμήθευαν σουτζούκια –η λέξη λουκάνικα χρησιμοποιούνταν στα Βασιλικά μόνο για το ιερό ταμπού των τοπικών λουκάνικων - στα οποία αναλογεί μεγάλο μέρος του πλεονάσματος χοληστερίνης που διαθέτω αρκετά χρόνια τώρα, αφού πολλάκις εβδομαδιαίως, ένα ζευγάρι απ΄ αυτά συνόδευε στο τηγάνι τα ελευθέρας βοσκής αυγά απ΄το κοτέτσι μας για το απογευματινοβραδινό μας φαγητό. Και στη μέση ο πάγκος με τη ζυγαριά και το συρτάρι με τα χρήματα, στο οποίο τακτικά έβαζα χέρι για μικρά δάνεια. Η ΕΒΓΑ στα Χάνια και στην κεντρική πλατεία των Βασιλικών το παγωτό ΦΙΝΟ του συναδέλφου παντοπώλη, με την έκδηλη δυσθυμία για την εκτέλεση των παραγγελιών και την ανεξάντλητη εφευρετικότητα στον υπομνηματισμό των εικόνων που πρόσφεραν τις μεσημεριανές ώρες στους παρεπιδημούντες οι σχολικές ποδιές στη παχιά σκιά του τεράστιου πλάτανου, ήταν μια συνήθης αιτία των μικρών δανείων. Αλλά κι ο Μικρός Καμπόης, ο Σεραφίνο, ο Τιραμόλα, ο Μπλέκ και άλλοι, που με περίμεναν ξαπλωμένοι πάνω στα ράφια της βιτρίνας, στο άλλο παντοπωλείο, κοντά στα Χάνια, όπου δέσποζε η εμβληματική για το χιούμορ της παρουσία του μπάρμπα-Θύμιου, ήταν επίσης μια πολύ σημαντική αιτία για τα δάνεια. Στα ίδια ράφια και τα περιοδικά και οι εφημερίδες, οι απογευματινές με την τεράστια αίγλη, μέχρι που η επιδρομή της τηλεόρασης, με όπλο τη σαχλαμάρα, τις σάρωσε, όπως η τρόικα με την βαρβαρότητά της σαρώνει τώρα τις ζωές όλων μας.
Και πόσο ν΄ αντισταθείς! Οταν παραδινόμουν στον πειρασμό κι έβαζα χέρι στις νουαζέτες, στα πιτιφούρια ή στη «πρώτη μας αγάπη», την αμυγδάλου ΙΟΝ, δύσκολα σταματούσα πριν ο κορεσμός χτυπήσει κόκκινο. «Γι αυτό δεν έχουμε κέρδος» έλεγε η μάνα μου κάθε φορά που ανακάλυπτε πεταμένα χαρτάκια ή άλλες ενδείξεις και ίσως να μην είχε άδικο. Ήμουν μπακάλης, τις ώρες που οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, περισσότερα από δέκα χρόνια κι από ένα χοντρικό υπολογισμό που κάνω τούτη τη στιγμή στην αριθμομηχανή του υπολογιστή, πρέπει η αδυναμία μου ν αντισταθώ στους πειρασμούς, να στοίχισε στην οικογένεια μια μικρή γκαρσονιέρα στο κέντρο της Σαλονίκης. Τέλος πάντων, μιας και τώρα δεν έχω να ξεπληρώσω ούτε την αξία της πόρτας εισόδου της γκαρσονιέρας, γυρίζω στα παλιά που είναι ασφαλή. Λοιπόν, απέναντι απ΄ την πόρτα ήταν το μεγάλο ψυγείο, άσπρο οικιακό στην αρχή, επαγγελματικό με βιτρίνες στη συνέχεια. Τα αλλαντοποιεία ΡΟΔΟΣ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ μας προμήθευαν σουτζούκια –η λέξη λουκάνικα χρησιμοποιούνταν στα Βασιλικά μόνο για το ιερό ταμπού των τοπικών λουκάνικων - στα οποία αναλογεί μεγάλο μέρος του πλεονάσματος χοληστερίνης που διαθέτω αρκετά χρόνια τώρα, αφού πολλάκις εβδομαδιαίως, ένα ζευγάρι απ΄ αυτά συνόδευε στο τηγάνι τα ελευθέρας βοσκής αυγά απ΄το κοτέτσι μας για το απογευματινοβραδινό μας φαγητό. Και στη μέση ο πάγκος με τη ζυγαριά και το συρτάρι με τα χρήματα, στο οποίο τακτικά έβαζα χέρι για μικρά δάνεια. Η ΕΒΓΑ στα Χάνια και στην κεντρική πλατεία των Βασιλικών το παγωτό ΦΙΝΟ του συναδέλφου παντοπώλη, με την έκδηλη δυσθυμία για την εκτέλεση των παραγγελιών και την ανεξάντλητη εφευρετικότητα στον υπομνηματισμό των εικόνων που πρόσφεραν τις μεσημεριανές ώρες στους παρεπιδημούντες οι σχολικές ποδιές στη παχιά σκιά του τεράστιου πλάτανου, ήταν μια συνήθης αιτία των μικρών δανείων. Αλλά κι ο Μικρός Καμπόης, ο Σεραφίνο, ο Τιραμόλα, ο Μπλέκ και άλλοι, που με περίμεναν ξαπλωμένοι πάνω στα ράφια της βιτρίνας, στο άλλο παντοπωλείο, κοντά στα Χάνια, όπου δέσποζε η εμβληματική για το χιούμορ της παρουσία του μπάρμπα-Θύμιου, ήταν επίσης μια πολύ σημαντική αιτία για τα δάνεια. Στα ίδια ράφια και τα περιοδικά και οι εφημερίδες, οι απογευματινές με την τεράστια αίγλη, μέχρι που η επιδρομή της τηλεόρασης, με όπλο τη σαχλαμάρα, τις σάρωσε, όπως η τρόικα με την βαρβαρότητά της σαρώνει τώρα τις ζωές όλων μας.
Για το παντοπωλείο της
οικογένειας μου μιλώ. Άνοιξε το 1967, κι όταν ρώτησα το ξάδελφο του πατέρα μου
τι έφτιαχνε στο ισόγειο του σπιτιού μας, «κοτέτσι» μου απάντησε κι εγώ απορούσα
τι τα χρειάζονταν τα ράφια οι κότες. Όταν μπήκε το ψυγείο, κατάλαβα ότι κάτι
άλλο σπουδαιότερο ετοίμαζαν. Και δεν έπεσα έξω. Σύντομα κοιμόμουν πάνω από
ματζούνια και σοκολάτες και τσίχλες κι άλλα καλούδια. Ήμουν εφτά κι ήταν καλά.
Μετά τα δέκα δεν ήταν μόνο καλά αλλά και κακά γιατί άρχισαν να με στριμώχνουν
εκεί όταν όλοι οι άλλοι έτρεχαν για άλλες δουλειές. Καλές οι καραμέλες αλλά όχι
όταν οι άλλοι παίζουν μπάλα, στον κήπο του σχολείου, πενήντα μέτρα μακριά σου. Έπειτα
συνήθισα και χόρτασα σοκολάτες, ξάπλα και διάβασμα. Και σύγχυση όμως, όταν με
διέκοπταν για να ψωνίσουν όσα είπα στην αρχή και άλλα πολλά. Ζάχαρη, ρύζι και φασόλια, χύμα φυσικά, από
τους τρεις τενεκέδες με τα γυάλινα καπάκια που ήταν μπροστά στο πάγκο. Τυρί,
κασέρι, σαλάμι, ελιές, παστές σαρδέλες. Με τις δραχμές ψλωνιζαν, όχι με τα
κιλά, ούτε με τη γνωστή φράση «δεν
πειράζει άφησε το», που επικράτησε αργότερα στη ζωή μας, ακόμη κι όταν η
ζυγαριά έδειχνε το διπλάσιο απ΄ όσο είχαμε ζητήσει. Δυο δραχμές ρύζι, τόσες
δραχμές τυρί, πέντε σαρδέλες κλπ. Κι έπρεπε για να τους σερβίρω να εφαρμόζω την
απλή μέθοδο των τριών για να βρω το βάρος που αντιστοιχούσε στην παραγγελία
τους. Τότε οι ισολογισμοί έπρεπε να
είναι ισοσκελισμένοι και γι αυτό το χρήμα που είχε κάποιος στη τσέπη του καθόριζε
το βαθμό της ικανοποίησης της ανάγκης πρώτα και της επιθυμίας του μετά. Αντίθετα,
στα πρόσφατα χρόνια των δημόσιων και ιδιωτικών ελλειμμάτων, το μέγεθος της επιθυμίας μας καθόριζε το μέγεθος του δανείου
που παίρναμε από την τράπεζα.
Κι ήταν και οι άλλοι, που
σταματούσαν να πουν δυο κουβέντες, γύρω απ΄τη ξυλόσομπα το χειμώνα ή στις καρέκλες,
στις δυο μεγάλες πέτρες και στην αγριντιά, στην άκρη του δρόμου, το καλοκαίρι.
Κι ήταν κι ο Οδυσσέας. Μεγάλος για τη δική μου ηλικία, αλλά όχι παππούς. Βάδιζε
αργά κι έτρεμε σύγκορμος. Με όσα ξέρω τώρα μάλλον έπασχε από Πάρκινσον.
Τέσσερις φορές τη μέρα περνούσε απ το παντοπωλείο, πηγαίνοντας και γυρνώντας
απ΄το καφενείο. Σταματούσε πάντα. Κάποιες φορές ζητούσε ένα ποτηράκι, σφηνάκι
το λέμε τώρα, ανάμεικτο (κονιάκ με κάποιο λικέρ νομίζω) ή μέντα. Είχαμε τα ποτά
σε δίλιτρα μπουκάλια, σ ένα ράφι στο πίσω μέρος. Κονιάκ και λικέρ. Το έπινε με
δυσκολία, καθώς το τρέμουλο τον εμπόδιζε, έλεγε λίγες κουβέντες, αστειεύονταν,
γελούσε κι έπαιρνε πάλι το δρόμο του.
Ανάμεικτο
το σφηνάκι του όπως και το άρωμα των παντοπωλείων. Γράφω και το έχω στη μύτη
μου. Λίγο πολύ παρόμοιο σε όλα. Στου Μπογιάννη, στου Τζιώνη, στο δικό μας, στου
Λογοθέτη, στου μπάρμπα-Λάμπου, στην πλατεία με το θεϊκό παγωτό της μηχανής
ΑΓΝΟ, στου Σινάκου του Γιάννη στα Χάνια. Αυτό το βαρύ κι ερεθιστικό άρωμα που
δημιουργούσε οι ανάμειξη των ετερόκλητων στο μικρό χώρο των παντοπωλείων.
Ανάμεικτο, όπως το άρωμα των αναμνήσεων στο μικρό χώρο του μυαλού μου. Λίγο η γλύκα
της ανάμνησης, λίγο η πίκρα που πέρασαν τα καλά που μας μεγάλωσαν, λίγο ο φόβος
μη ξανάρθουν τα κακά που μας ταλαιπώρησαν, κάνουν το σφηνάκι βαρύ και μας
ζαλίζει. Το αναδεύω όμως γιατί μέσα στο κόσμο που πέρασε κατοικεί ο οδηγός για
να πορευτούμε στο κόσμο, που ξάφνου άλλαξε ξανά και μας απειλεί, μέσα στ΄ ανάμεικτο
κι η μέντα, απλή καθαρή, ευωδιαστή!
ΥΓ: Δημοσιευμένο στην ΑΠΟΨΗ Μηνιαία έκδοση για την ποιότητα ζωής στη Θέρμη Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου