Δεν αντιστάθηκε κανείς. Το γκρέμισαν! Έτσι απλά. Μάλλον δεν το γκρέμισαν. Το γκρεμίσαμε! «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» μπουλντόζες, φτυάρια και αξίνες το γκρέμισαν. Πάνε χρόνια τώρα. Μετά το μεγάλο σεισμό του ‘78. Είχε ρωγμές. Έτσι είπαν οι σοφοί. Έβαλαν τζαμάκια στα πλευρά κι αυτό το θρυμμάτισε. Κάθεται, δεν έχει ζωή, είπαν. Σπουδαγμένοι ήταν. Αυτοί ήξεραν. Εμείς όχι. Αλλού μάθαν τα γράμματα αυτοί, τι να τους νοιάξει; Εμείς όμως; Το γκρέμισαν. Πρώτα το μισό κι έπειτα τα άλλο. Σε δόσεις σα να λέμε ή , καλύτερα, σε μνημόνια, όπως τώρα μάθαμε πάλι απ΄ αυτούς που έμαθαν τα γράμματα αλλού κι αλλού είναι η ζωή τους, αλλού τα χνάρια τους κι αλλού η ψυχή τους. Και τι να τους νοιάξει για τις δικές μας ζωές; Και τις γκρεμίζουν. Δεν έχουν ψωμιά, λένε. Καθιζάνουν και θέλουν, λένε, οι ζωές μας, ανάπλαση. Μάλλον όχι ανάπλαση, ανοικοδόμηση, λένε. Έτσι λένε αυτοί που έμαθαν τη ζωή αλλού και δεν τους νοιάζει η δική μας. Και πρέπει, λένε, να τη γκρεμίσουμε τη ζωή μας. Γιατί, λένε, ο μεγάλος σεισμός, αυτή η κρίση ντε που τάραξε συθέμελα τον κόσμο, μας βρήκε μπόσικους, χωρίς βαθειά θεμέλια και μας ράγισε, μας γέμισε ρωγμές κι ήρθαν οι μηχανικοί και μας χαρακτήρισαν κόκκινους, προς κατεδάφιση δηλαδή, όπως τότε χαρακτήρισαν το σχολειό μας οι μηχανικοί που αλλού είχαν μάθει τα γράμματα, όπως κι αυτοί που κόλλησαν τώρα στη ζωή μας το κόκκινο χαρτάκι. Και τη γκρεμίζουν! Και δεν αντιστέκεται κανείς. Και δεν μας λέει κανείς ποιος έφερε τη κρίση. Γιατί η κρίση αυτή δεν είναι πλάκες που τρίβονται στα έγκατα της γης σαν ερωτευμένες και ύστερα πλακώνονται για να εκτονωθούν κι όταν βογκούν τρέμει ολόκληρη σα νυφικό κρεβάτι. Η κρίση είναι ιδέες κι επιλογές, παίγνια, διαγράμματα και αριθμοί, δίψα για χρήμα κι εξουσία, τρόπος να βλέπεις τον κόσμο και να ζεις. Και αυτά δε γίνονται στα έγκατα της γης, αλλά στην επιφάνεια της, από «μηχανικούς» όπως αυτοί που θέλουν να μας ανοικοδομήσουν.
Και βοηθήσαμε κι εμείς. Με φτυάρια κι αξίνες και κάρα κι αυτοκίνητα κι άλλα εργαλεία. Να γίνει η κατεδάφιση του σχολείου μας, γιατί γι αυτό μιλώ τώρα, του μεγαλόπρεπου στα μάτια μας κι ωραίου, να εκποιηθούν τα υλικά της κατεδάφισης και να προχωρήσουμε στην ανέγερση του καινούργιου. Και δεν λογάριασαν, ούτε οι μηχανικοί, αυτοί που αλλού είχαν μάθει γράμματα και δεν τους ένοιαζε, ούτε κι εμείς που εκεί τα μάθαμε κι έπρεπε να μας νοιάζει, ότι το σχολειό μας ήταν το πιο ψηλό μες στο χωριό. Στο χωριό, ναι. Όχι σ αυτά τα μακρινάρια, δημοτικό διαμέρισμα και μπλα μπλα, που οι μικρόνοες με την επίκληση των άμοιρων προγόνων προσπαθούν να μας πείσουν ότι είμαστε. Στο χωριό λοιπόν, ήταν το πιο ψηλό, ψηλότερο και απ΄την εκκλησιά του Αη-Γιώργη, ψηλότερο ακόμη κι απ΄το καμπαναριό της. Και δεν το χε κατασκευάσει καμιά μηχανική ή άκτορας ή μπόμπολας ή το κακό συναπάντημα, αλλά οι ταπεινοί του χωριού με το προσωπικό τους μόχθο και τη θέληση «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Το 1913 αποφασίστηκε η ανέγερση του και «Το νέο σχολείο θεμελιώθηκε την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1914 και την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1915 έγιναν τα εγκαίνια»
Κι ήταν όλοι εκεί, περήφανοι και χαρούμενοι, όχι γιατί δεν είχαν προβλήματα, όχι γιατί ήταν ζηλευτή η κατάσταση τους, αλλά γιατί έχτιζαν τη ζωή τους. Κι εμείς το γκρεμίσαμε! Γιατί οι μηχανικοί το βρήκαν κουρασμένο. Και μαζί μ΄ αυτό και τα ίχνη που άφησαν στο σώμα του όσοι μόχθησαν να το κτίσουν κι όσοι μέσα του έμαθαν να συλλαβίζουν και να διαβάζουν και να σκέφτονται. Το γκρεμίσαμε και μαζί μ αυτό και τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά που μας χάριζε. Το γκρεμίσαμε και τα υλικά της κατεδάφισης εκποιήθηκαν. Σαν τώρα οι μηχανικοί, αυτοί που αλλού έμαθαν γράμματα και διόλου δεν τους κόφτει για τη ζωή μας την κατεδαφίζουν και θέλουν να εκποιήσουν τα υλικά της κατεδάφισης για να ξεπληρώσουμε, λένε, αυτά που τους χρωστάμε και να μας χτίσουν μια ζωή καινούργια. Γιατί αυτό είναι το ηθικό, λένε. Αν δε μπορείς να πληρώσεις τα που χρωστάς τότε να πληρώνεις με τη ζωή σου ή έστω με την εκποίηση των υλικών της κατεδάφισης της. Έτσι έμαθαν στα δικά τους σχολειά, τα μεγαλόπρεπα κι ωραία, που τους τα έχτισαν λούθηροι και καλβίνοι, πνεύματα λαμπρά και φωτισμένα απ το θεό κι όχι φτωχοί και ταπεινοί με μπενεβρέκια και κασκέτα που έχτισαν το δικό μας. Κι εμείς τους βοηθάμε. Με φτυάρια κι αξίνες και κάρα κι αυτοκίνητα κι άλλα εργαλεία.
Αλλά τούτα δεν είναι της στιγμής.
Εγώ για το σχολειό μου ήθελα να σας πω. Γιατί τ΄ αγαπώ κι ας το γκρεμίσαμε κι ας δώσαμε τα υλικά του για εκποίηση. Μα θα τα πω άλλη φορά. Ίσως του χρόνου που θα γινόταν 100 χρονών αρκεί ακόμη να μπορώ ν΄ αρχίσω τη διήγηση μου λέγοντας ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα σχολειό κι όχι να είμαι αναγκασμένος να πω ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια ζωή σε μια χώρα..
ΥΓ: Δημοσιεύεται στην
ΑΠΟΨΗ ,μηνός Νοεμβρίου 2012.
ΥΓ1:Ιστορικές πληροφορίες για το Δημοτικό Σχολείο Βασιλικών μπορείτε να βρείτε στο εξαιρετικό άρθρο, απ’ όπου και οι φωτογραφίες, του σημερινού διευθυντή του σχολείου κ. Μιχάλη Καραντάλη που δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://blogs.sch.gr/1dimvasil/%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CF%82/